- σήκωμα
- (I)και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [σηκῶ / σακῶ]1. βάρος, βαρίδι, ζύγι στην πλάστιγγα (α. «μολύβδινα σηκώματα», Πολ.β. «σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης», Ευρ.)2. αυτό που δίνει κίνηση σε κάτι, κυρίως αυτό που προκαλεί την κίνηση, την μετατόπιση τής ζυγαριάς3. ροπή, κλίση4. συμπλήρωμα5. μέτρο στερεών ή υγρών6. ανταπόδοση, αμοιβή7. σηκός, ιερός περιφραγμένος χώρος.————————(II)το, Ν [σηκώνω]1. το να σηκώνει κανείς κάτι, η άρση, η ανύψωση (α. «σήκωμα τών χεριών» β. «σήκωμα τού βάρους»)2. το να σηκώνεται κανείς από το κρεβάτι, η αφύπνιση («το σήκωμα κάθε πρωί»)3. (σχετικά με χρήματα) ανάληψη4. το να βαστάει και να μεταφέρει κανείς κάτι («το σήκωμα τού μπαούλου»)5. εξέγερση, ξεσηκωμός6. η στύση τού πέους.
Dictionary of Greek. 2013.